χήνος
Смотреть что такое "χήνος" в других словарях:
χήνος — ο, Ν αρσενική χήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήνα, με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
χηνός — χήν wild goose fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
IECUR — extorum nomine olim intellectum, quod in Extispicina illius potissimum ratio haberetur. Plin. l. 11. c. 37. Iecur in dextra parte est. in eo, quod caput extorum vocant, magnae varietatis. M. Marcello, circa mortem defuit in extis. Sequenti deinde … Hofmann J. Lexicon universale
χήνα — Κοινή ονομασία διαφόρων στεγανοπόδων της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών, που ανήκουν κυρίως στα γένη χην (anser) και βράντα (branta). Ειδικά, με την ονομασία αυτό χαρακτηρίζεται γενικά η κατοικίδια χ., οι διάφορες φυλές της οποίας… … Dictionary of Greek
CHENNIA — Coturnicis species, Aegypto familiaris, quâ certâ anni tempestate Aegyptii sic abundabant, ut, cum omnes absumere non possent, eas in posterum sale condire cogerentur. Χέννιον ὀρνιθάριόν τικατ᾿ Αἴγυπτον ταριχεύομενον, Chennium, quoddam avitium in … Hofmann J. Lexicon universale
χηνάγριον — τὸ, Α 1. μικρή άγρια χήνα 2. ονομασία γυναικείου κοσμήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός, μέσω ενός αμάρτυρου *χήναγρος (< χήν + ἀγρός, πρβλ. ἵππ αγρος, σύ αγρος)] … Dictionary of Greek
χηνέρως — ωτος, ὁ, Α είδος μικρής χήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + ἔρως] … Dictionary of Greek
χηνίον — τὸ, Α [χήν, χηνός] χηνάκι … Dictionary of Greek
χηνίς — ίδος, ἡ, Α χηνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ἀλωπεκ ίς)] … Dictionary of Greek
χηνίσκος — ὁ, ΜΑ 1. μικρή χήνα, χηνάκι 2. κόσμημα στην άκρη τής πρύμνης τού πλοίου, κεκαμμένο σαν το λαιμό τής χήνας αρχ. διακοσμητικό στοιχείο σε κύλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ἀλεκτορ ίσκος)] … Dictionary of Greek
χηναλώπηξ — εκος, ή, ΝΑ, και τ. αρσ. χηναλώπηξ, ὁ, Α (λογ. τ.) είδος αιγυπτιακής χήνας που ζει μέσα σε τρύπες στο χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + ἀλώπηξ (πρβλ. κυν αλώπηξ)] … Dictionary of Greek